ὑπεραύστηρος

ὑπεραύστηρος
ὑπεραύστηρος, ον,
A excessively severe, POxy.471.93 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπεραύστηρος — excessively severe masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεραύστηρος — ον, Α [αὐστηρός] υπερβολικά αυστηρός …   Dictionary of Greek

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”